Μπλε

Σκεπάστηκε το χρυσάφι
υπέφερε μέχρι να τού ’ρθεις
να του μπεις απ’ τον κορμό
να τον στηρίξεις σε δυο πόδια
που ριζώνουν
και ιδρώνουν
τρίχες και πεταλίδες
ανάσκελα βογγάς
και πλημμυρίζεις
από σκατά και θειάφι
μέχρι να νιώσεις την αλήθεια
στην πυρά σου να γυρίσεις
ώπα μέσα στις στάχτες σου θα ’ρθώ
να με δαγκώσεις δυο αχλάδια
να μ’ αλείψεις βουνά και λάδια
να κάτσω πάνω στην κορφή σου
να με ματώσει η ψωλή σου
να κάτσω άσπρος να με μαυρίσεις
να γίνω ροζ κι ακόμα να μου ρίχνεις
είμαι δικός σου
να με γαμήσεις
να μου δείξεις του λύκου τα δόντια
να μου μπήξεις την αλήθεια σου
τη θέλω
και δε μπορεί
κανείς να το στερήσει
κανείς να μου το πάρει
ανάποδα σαν θα βαρύνω
θα λυώσω πάνω σου
κι εκεί θα χύνω
μέχρι να βγουν απ’ το λαιμό όρθιες οι φλέβες
τσάκισέ με
λυπήσου με
χτύπα με
κι άφησέ με
στη γωνιά μου
είμαι δικός σου
με σκλαβώνεις
το μαστίγιο κι η πληγή
εσύ ο άντρας μου
κι εγώ ο πονεμένος αδερφός σου
βιασμένος απ’ την πάλη
άπραγος απ’ την κραιπάλη
κίναιδος
μικρός καταδικός σου.

Παύλος Αβούρης